σαχνός

σαχνός
και σακνός, -ή, -όν, ΜΑ
1. τρυφερός («σαχνὰ κρέα», Γαλ.)
2. ασθενής, αδύνατος, ισχνός («καὶ παλαμύδες ποταπές, σαχνὲς καὶ βρωμισμένες», Πρόδρ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. σαχνός και σακνός (πρβλ. σαυκρόν: σαυχμόν) έχουν συνδεθεί με τον ενεστ. σώχω, ιων. τ. τού ψώχω «τρίβω». Η εναλλαγή στον φωνηεντισμό ω / α είναι σπάνια και δυσερμήνευτη (πρβλ. και λ. ψαχνό[ς]). Για την εναλλαγή, εξάλλου, ψ / σ (πρβλ. σαυκρός*: ψαυκρός), βλ. λ. ψώχω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σαχνά — σαχνός tender neut nom/voc/acc pl σαχνά̱ , σαχνός tender fem nom/voc/acc dual σαχνά̱ , σαχνός tender fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαχνόν — σαχνός tender masc acc sg σαχνός tender neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακροσαχνισμένος — ἀκροσαχνισμένος, η, ο(ν) (Μ) άπαχος, κάπως τρυφερός, τρυφερούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + σαχνὸς «αδύνατος»] …   Dictionary of Greek

  • σακνός — ή, όν, Α βλ. σαχνός …   Dictionary of Greek

  • σαχλός — ή, ό / σαχλός, ή, όν, ΝΜ άνοστος, ανούσιος, ανόητος νεοελλ. 1. αυτός που λέει άνοστα αστεία 2. αυτός που κάνει σαχλαμάρες μσν. πλαδαρός, μαλακός, γλοιώδης («ἄσπαστρον, ἄξυντον, σαχλόν, ἀνάλατον, βρωμιάριν», Πρόδρ.). επίρρ... σαχλά Ν με σαχλό… …   Dictionary of Greek

  • σαχρός — ά, όν, Α ισχνός, ασθενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. τού σαχνός] …   Dictionary of Greek

  • ψαχνός — ή, ό, Ν 1. (για κρέας σφαγίου) αυτός που αποτελείται μόνο από σάρκα χωρίς κόκαλα ή λίπος 2. (κυρίως το ουδ. ως ουσ.) το ψαχνό α) άπαχο κρέας σφαγίου χωρίς κόκαλα β) μτφ. το ουσιώδες μέρος μιας υπόθεσης («έλα στο ψαχνό») 3. φρ. α) «ο νους του στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”